- υγρομετρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγρομετρία («υγρομετρικές μετρήσεις»)2. φρ. «υγρομετρική κατάσταση»(μετεωρ.) ο λόγος τής πίεσης τών υδρατμών που χαρακτηρίζει μια δεδομένη χρονική στιγμή τον ατμοσφαιρικό αέρα ορισμένης περιοχής προς τη μέγιστη τιμή της, για την ίδια θερμοκρασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρόμετρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.