υγρομετρικός

υγρομετρικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγρομετρία («υγρομετρικές μετρήσεις»)
2. φρ. «υγρομετρική κατάσταση»
(μετεωρ.) ο λόγος τής πίεσης τών υδρατμών που χαρακτηρίζει μια δεδομένη χρονική στιγμή τον ατμοσφαιρικό αέρα ορισμένης περιοχής προς τη μέγιστη τιμή της, για την ίδια θερμοκρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρόμετρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υγρομετρικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υγρομετρία (βλ. λ.): Υγρομετρικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοβάλτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Co. Ανήκει στη δεύτερη υποομάδα της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος, με ατομικό αριθμό 27, ατομική μάζα 58,93 και σημείο τήξης 1.495°C. Έχει μόνο ένα σταθερό ισότοπο. Στον γήινο φλοιό, το κ. βρίσκεται σε πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”